τιμητόν

τιμητόν
τῑμητόν , τιμητός
valued
masc acc sg
τῑμητόν , τιμητός
valued
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τιμητός — ή, ό / τιμητός, ή, όν, ΝΑ [τιμώ] 1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί 2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης αρχ. 1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν πρόστιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”